παρορμᾷ — παρορμάω urge on pres subj mp 2nd sg παρορμάω urge on pres ind mp 2nd sg (epic) παρορμάω urge on pres subj act 3rd sg παρορμάω urge on pres ind act 3rd sg (epic) παρορμάω urge on pres subj mp 2nd sg παρορμάω urge on pres ind mp 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορμάτω — παρορμά̱τω , παρορμάω urge on pres imperat act 3rd sg παρορμά̱τω , παρορμάω urge on pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορμᾶν — παρορμάω urge on pres part act masc voc sg (doric aeolic) παρορμάω urge on pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) παρορμάω urge on pres part act masc nom sg (doric aeolic) παρορμᾶ̱ν , παρορμάω urge on pres inf act (epic doric) παρορμάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επείκτης — ἐπείκτης, ο (AM) 1. αυτός που παρορμά, που παρωθεί 2. επιστάτης έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. επείγω με επίθημα της] … Dictionary of Greek
οτρυντικός — ὀτρυντικός, ή, όν (Μ) [ο τρύνω] αυτός που παρορμά, που παροτρύνει, που διεγείρει … Dictionary of Greek
παροξυντής — ὁ, ΝΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που παροξύνει, που παρορμά, που ερεθίζει αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «παροξυνταί οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑταιρῶν ὡς ἄν δὴ ἐρασταί» … Dictionary of Greek
παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι … Dictionary of Greek
ποιμνηλάτης — ὁ, Μ ποιμένας που παρορμά το ποιμνίο, που οδηγεί το ποιμνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek